- ὀρθήν
- ὀρθόςstraightfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄρθην — Ὄρθη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CITARIS vel CIDARIS — Graece Κίτταρις et Κίταρις Polluci, ex Herodoto, diadema Regibus Arlneniae peculiare, nec nisi nomine fere distinctum a Persarum Tiara. Unde tiaram rectam, quam non nisi Regibus huius gentis ferre licuit, κίταριν ὀρθὴν vocat Plutarchus in… … Hofmann J. Lexicon universale
CYRBASIA — Pileus altus, in formam coni fastigiatus. Dionys. Πίλους ὑψηλοὺς εἰς χῆμα συνηγμένουςκωνοειδῆ, οὓς Ε῾λληνες κυρβασίας καλοῦσι, Pilcos altos in formam coni coeuntes, Graecis, Cyrbasias dictos. Ad quos respiciens Varro ait, Tutulati dicti, qui in… … Hofmann J. Lexicon universale
TIARA — capitis tegmen vel vinculum, pavoninis pennis insigne, Schol. aristoph. ad Acharn. act. 1. sc. 2. quod forsan de galea bellica, non de habitu pacifico intelligendum. Claudian. de 6. Consul. Honorii, v. 69. s. Te linguis variae gentes, missique… … Hofmann J. Lexicon universale
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek